- ἡκούσας
- ἡκούσᾱς , ἥκωto have comepres part act fem acc pl (attic epic doric ionic)ἡκούσᾱς , ἥκωto have comepres part act fem gen sg (doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἤκουσας — ἀκούω hear aor ind act 2nd sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ή — (I) και γη (AM ἤ, Μ και γή, Α επικ. τ. ἠέ) Ι. (διαζευκτικός σύνδεσμος) 1. συνδέει δύο ή περισσότερες λέξεις ή προτάσεις τών οποίων οι έννοιες αναιρούν η μία την άλλη (α. «εγώ ή εκείνος» β. «ἐγώ... ἤ ἄλλος Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. επαναλαμβανόμενο ή … Dictionary of Greek
επίτροχος — ἐπίτροχος, ον (AM) [τροχός] μσν. αυτός που γίνεται γρήγορα, στα πεταχτά («ἐπιτρόχῳ ἀνακεφαλαιώσει», Ευστ.) αρχ. 1. αυτός που τρέχει, που κλίνει εύκολα, ο ευκίνητος («ἐπιτροχώτερον ῥέψαι», Ιπποκρ.) 2. γρήγορος, γοργός 3. (για λόγο) αυτός που… … Dictionary of Greek